- φράζω
- (I)και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.)2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.)3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ' ἔλεξας», Σοφ.)4. σημαίνω, υποδηλώνω («τοῦτο δὲ φράζει ὅτι ἥδεται δὲ τ' ἀκούων», Ξεν.)5. συμβουλεύω («δόλος ἦν ὁ φράσας, ἔρος ὁ κτείνας», Σοφ.)6. (μέσ. και παθ.) φράζομαια) συλλογίζομαι («εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλησθα», Ομ. Ιλ.)β) επινοώ, μηχανεύομαι («φράσσεται ὥς κε νέηται», Ομ. Οδ.)γ) φαντάζομαι, υποθέτω («οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδε γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον», Ομ. Οδ.)δ) παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι («τὸν δὲ φράσσατο προσιόντα», Ομ. Ιλ.)ε) παρατηρώ, παραφυλάγωστ) πληροφορούμαι7. φρ. α) «ἀμφὶς φράζομαι» — διχογνωμώ (Ομ. Ιλ.)β) «φράζω τινι τι» και «φράζω τινα τι» και «φράζω τι πρός τινα» — λέω, αναφέρω σε κάποιον κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, που θεωρείται μορφολογικά και σημασιολογικά ικανοποιητική, το ρ. φράζω (< *φρᾰδjω) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα *φρν- τής ρίζας τής λ. φρήν με οδοντική παρέκταση -δ- και ενεστ. επίθημα -jω (βλ. λ. φρην)].————————(II)φράσσω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φράσσω Ν, και φράττω και ποιητ. τ. φράγνυμι και φάργνυμι και τ. μέσ. φαρκτοῡμαι, -όομαι, Α1. κατασκευάζω φράχτη, περικλείω, προστατεύω με φράχτη (α. «φράζω το περιβόλι» β. «ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.)2. βάζω φραγμό, αποφράσσω, εμποδίζω τη διέλευση (α. «έφραξαν τον δρόμο με τα μπάζα» β. «φράξαντες αὐτῶν τὴν ὀπίσω φέρουσαν ὁδόν», Ηρόδ.)3. κλείνω το στόμιο, βουλλώνω (α. «έφραξε με στουπί την τρύπα τού βαρελιού» β. «ἔφραξε τὴν διώρυγα ἡμῶν», πάπ.)4. φρ. α) «φράζω το στόμα» και «φράττω τὸ στόμα» — κάνω κάποιον να σιωπήσεινεοελλ.1. (αμτβ.) αποφράσσομαι, βουλλώνω («έφραξε ο νεροχύτης»)2. (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τα φραγμένατα χωράφια που έχουν περίφραξη3. φρ. «φράζω το στόμα κάποιου»μτφ. αποστομώνωμσν.περιορίζω κάποιον σε έναν χώροαρχ.1. συνάπτω, συναρμολογώ («φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ», Ομ. Ιλ.)2. μέσ. φράττομαιενισχύω τα οχυρά μου3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ πεφραγμένοιοι οχυρωμένοι, οι έτοιμοι για άμυνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. αβέβαιης ετυμολ., το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών. Από μορφολογική άποψη, το ρ. φράσσω (< *φρᾰκjω) έχει σχηματιστεί από ένα θ. φρᾰκ-, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhrkw- μιας ΙΕ ρίζας, και εμφανίζει ενεστ. επίθημα -jω. Λόγω τής διπλής αντιπροσώπευσης -ᾰρ- / -ρᾰ τού φωνηεντικού *ř απαντούν συχνά παρλλ. τ., όπως οι φράγμα / φάργμα, φρακτός / φαρκτός, φράξαι / φάρξαι, φράξις / φάρξις. Για την απόδοση τού φωνηεντικού *ř τής ίδιας ρίζας και ως -υρ- / -ρυ- στους τ. φύρκος και φρύκες (βλ. λ. φύρκος) πρβλ. και σφαῖρα: σφῦρα. Ως προς το ουρανικό σύμφωνο τού θ., το κλειστό άηχο -κ- τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -γ- μπροστά από το έρρινο -μ- στα παρ. φράγμα, φραγμός. Λόγω τής σπουδαιότητας τών παρ. αυτών και τού αριθμού τών σύνθ. με β' συνθετικό -φραγμα, το φραγ- εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο θ., από το οποίο σχηματίστηκαν το ρ. φράγνυμι, ο αόρ. β' ἐ-φράγ-ην και το μτγν. ουσ. φραγ-ή. Αντίθετα, η παλαιότερη σύνδεση τού ρ. με το λατ. farcio «γεμίζω, παραγεμίζω, μπουκώνω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ ούτε και εκείνη με τη λ. φρήν* με σημ. «διάφραγμα» θεωρείται πιθανή. Τέλος, ο νεοελλ. τ. φράζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔφραξα, κατά το σχήμα κράζω: έκραξα].
Dictionary of Greek. 2013.